-
1 яйцо
яйцо с το αβγό, το αυγό; варёное \яйцо το βραστό αβγό; - вкрутую το σφιχτό αβγό; \яйцо всмятку το αβγό μελάτο* * *сτο αβγό, το αυγόварёное яйцо́ — το βραστό αβγό
яйцо́ вкруту́ю — το σφιχτό αβγό
яйцо́ всмя́тку — το αβγό μελάτο
См. также в других словарях:
μελάτος — η, ο [μέλι] 1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι») 3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι 4. φρ. «αβγό μελάτο» αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek